- υἱδεύς
- υἱδεύς, ὁ, des Sohnes Sohn, der Enkel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υϊδεύς — και υἱϊδεύς, έως, ὁ, Α βλ. ὑϊδοῡς … Dictionary of Greek
ὑιδεῖς — ὑιδεύς masc acc pl ὑιδεύς masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑιδῆ — ὑιδεύς masc nom/voc/acc dual ὑιδεύς masc acc sg ὑϊδῆ , ὑιδοῦς son s son masc voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υϊδούς — και υἱϊδοῡς, οῡ, και ὑϊδεύς και υἱϊδεύς, έως, και ὑϊδός, και ὑϊτός, ο, θηλ. ὑϊδῆ, Α ο γιος τού γιου, ο εγγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < υἱός + κατάλ. ιδεύς / ιδῆ (< ιδ εή με συναίρεση) / ιδοῦς (< ιδ εός με συναίρεση), δηλωτικές απογόνου (πρβλ. θυγατρ … Dictionary of Greek